δόλιχοι

δόλιχοι
δόλιχος
the long course
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δολιχοί — δολιχός long masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπελοφάσουλα — Φασόλια πράσινα και στενόμακρα, σε αντιδιαστολή προς τα πλατιά. Λέγονται και τουρκοφάσουλα, γυφτοφάσουλα και μαυρομάτικα. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί γεωργοί τα καλλιεργούν στα αμπέλια τους. Η επιστημονική ονομασία τους είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”